- ἀέρωσις
- ἀέρωσις, ἡ,A rarefaction,
αἵματος Gal.10.742
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἵματος Gal.10.742
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αέρωσις — ἀέρωσις ( έως), η (AM) [ἀερῶ] 1. ύψωση στον αέρα, ανύψωση 2. αραιοποίηση, αραίωση … Dictionary of Greek
ἀέρωσιν — ἀέρωσις rarefaction fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αερώ — ἀερῶ, ( όω) (Α) 1. ενεργ. μεταβάλλω σε αέρα 2. παθ. γίνομαι αέρας, εξατμίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ. ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀέρωσις] … Dictionary of Greek
ἀερώσεως — ἀερώσεω̆ς , ἀέρωσις rarefaction fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)